- καταρχή
- καταρχή, ἡ (Α)1. αρχή, έναρξη («ἀπὸ δὲ ταύτης τῆς καταρχῆς Ῥωμαῑοι μὲν εὐθέως ἄλλους πρεσβευτὰς ἐξαπέστειλαν πρὸς Κορινθίους», Πολ.)2. αστρολ. η πρόβλεψη μιας κατάστασης με την παρατήρηση τών αστέρων, η προμάντευση3. εξουσία κυριαρχία4. η αφετηρία μιας ενέργειας ή ἑνός πράγματος5. στον πληθ. αἱ καταρχαίοι απαρχές, οι τελετές που γίνονταν κατά την έναρξη τής θυσίας6. φρ. «Περὶ καταρχῶν» — τίτλος ποιημάτων τού Μαξίμου και τού Ηφαιστίωνος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -αρχή (< ἀρχή), πρβλ. απ-αρχή, υπ-αρχή].
Dictionary of Greek. 2013.